Στα χνάρια ενός Ηπειρώτη Άγιου, Δύσβατα Μονοπάτια!
Πάνε τώρα κάπου δεκατέσσερα ολόκληρα χρόνια, από τότε που για πρώτη φορά στη ζωή μου περνούσα εποχούμενος από χωριά του Βάλτου της Αιτωλοακαρνανίας, για να φθάσω στη Γέφυρα της Τατάρνας και από κει στα πολυθρύλητα Κατσαντωναίικα λημέρια των ξακουστών Αγράφων, που ήταν ο προορισμός μου!
Λίγο μετά το παλιό ορεινό χωριό των Χαλκιόπουλων και πριν τον Αγραπιδόκαμπο μια τσίγκινη, φθαρμένη απ’ το χρόνο πινακίδα έγινε αντιληπτή από τα «λαίμαργα» μάτια μου που έγραφε: «Άγιος Ανδρέας Καλάνας ο Ερημίτης»
«Να λοιπόν», είπα μέσα μου «ένας παραπάνω λόγος να ρωτήσω κάποιον από τούτα τα χωριά, να μάθω όχι μόνο για την περιοχή, αλλά και για τούτον τον Άγιο». Και ενώ αυτά σκεπτόμουν από μέσα μου, αντίκρισα σε μικρή απόσταση κάποιο γιδοβοσκό καθισμένο σε μεγάλη πέτρα στη ρίζα μιας γέρικης γκορτσιάς στην άκρη του δρόμου, με την πλάτη του ακουμπισμένη στον κορμό του δέντρου και την κλείτσα του μπλεγμένη ανάμεσα στα πόδια του. Το κοπάδι του έβοσκε αραιωμένο στην απέναντι θαμνώδη πλαγιά, που κυριαρχεί το πουρνάρι, ενώ ένας γλυκός αντίλαλος από τα κυπροκούδουνα έφθανε ως τ’ αυτιά μου! Δυο μεγάλα τσοπανόσκυλα, ένα μαύρο και το άλλο άσπρο, είχαν ήδη βγει στο δρόμο αγριεμένα, έτοιμα να επιτεθούν στον θορυβώδη απρόσκλητο επισκέπτη…
Αφού τον χαιρέτησα και ανταλλάξαμε τα πρώτα στοιχεία γνωριμίας, μου ‘πε μεταξύ άλλων πως Καλάνα λέγεται τούτο το βουνό που ορθώνεται απέναντι μας, ενώ ο Άγιος Ανδρέας είναι ο δικός τους Άγιος, που τιμούν κάθε χρόνο τη μνήμη του στις 15 του Μάη και τη βοήθειά του επικαλούνται σε κάθε δύσκολη στιγμή τους… Το εκκλησάκι του, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του βουνού σε 1400 μέτρα υψόμετρο, δε μοιάζει με τα ξωκλήσια της ελληνικής υπαίθρου, αφού πρόκειται για μια μικρή σπηλιά, μια σκήτη, και για να φθάσεις ως εκεί πρέπει να περπατήσεις ανηφορικό μονοπάτι περίπου μισή ώρα.
Θέλοντας να μην ξεφύγω απ’ τον προορισμό μου, που όπως ανέφερα πιο πάνω ήταν άλλος, έφυγα, αφού ευχαρίστησα τον πληροφοριοδότη μου, δίνοντας συνάμα υπόσχεση στον εαυτό μου πως σύντομα θα επισκεφθώ τούτον τον ερημίτη Άγιο…
Πέρασαν τα χρόνια και, παρότι απ’ το μέρος αυτό πέρασα άλλες τρεις φορές, την υπόσχεσή μου δεν κατάφερα να την τηρήσω, άλλοτε γιατί ο χρόνος δεν το επέτρεπε, άλλοτε πάλι γιατί οι συνοδοιπόροι μου δεν ήθελαν να με ακολουθήσουν…
Το ‘φερε όμως η μοίρα να υπηρετήσω ως εκπαιδευτικός την περασμένη χρονιά σε σχολεία του Βάλτου και θα ήμουν τουλάχιστον ασυγχώρητος απέναντι στον εαυτό μου, αν μέσα σε μια ολάκερη σχολική χρονιά δεν έβρισκα λίγες ώρες, για να πάω ταπεινός προσκυνητής στο ξωκλήσι του Αγίου Ανδρέα του Ερημίτη…
Δεν χρειάζεται να ‘σαι ιδιαίτερα παρατηρητικός, εδώ, στα χωριά του Βάλτου, για να καταλάβεις πόσο έντονη είναι η παρουσία του Αγίου στην καθημερινή ζωή των κατοίκων! Μιλάνε γι’ αυτόν σαν να είναι κάτι το πολύ πολύ δικό τους, που τους προσδιορίζει και που δίνει νόημα στη ζωή τους και που θεωρούν δεδομένο πως τον γνωρίζουν οι πάντες, γιατί απλούστατα δεν έχουν δικαίωμα να μη γνωρίζουν τον δικό τους Άγιο και ας είναι ξενομερίτες!!!
Όλοι, μικροί και μεγάλοι έχουν να σου διηγηθούν με μεγάλη ενάργεια κάτι απ’ την ασκητική ζωή του, καθώς και παρά πολλά από τα θαύματα του, όπως τα άκουσαν από γονείς και παππούδες στόμα το στόμα, όπως γίνεται κοντά 800 χρόνια τώρα, ούτε λίγο ούτε πολύ κάπου 30 γενιές!
Ξεκίνησα, λοιπόν, μια μέρα από το νέο Χαλκιόπουλο για τον Άγιο. Ο δρόμος είναι αυτός που συνδέει το καινούριο χωριό με το παλιό και από ‘κει με το Τρίκλινο, το τελευταίο χωριό του Βάλτου πριν τη γέφυρα της Τατάρνας που ορίζει το σύνορο με την Ευρυτανία.
Σε λίγα λεπτά της ώρας και αφού αφήσω στα δεξιά μου το μικρό χωριουδάκι Ξωμερή φθάνω στο μισοεγκαταλειμμένο σήμερα Παλιό Χαλκιόπουλο, με το επιβλητικό πέτρινο σχολείο! Μόνο που η χρήση του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με το σκοπό που χτίστηκε κάποτε που το χωριό έσφυζε από ζωή… Τώρα έχει μετατραπεί σε εξοχική ταβέρνα!
Κοιτάζοντας κατά τη δύση, το βλέμμα μου σταματά στο πυκνόφυτο από δρύες Θύαμον όρος, ενώ χαμηλά στον κάμπο κυλά τα νερά του ο Ίναχος, ο δυτικός παραπόταμος του Αχελώου που εκβάλλει λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω στην τεχνητή λίμνη του Καστρακίου. Οι Βαλτινοί το ποτάμι αυτό το λένε Μπιζάκο, ενώ ο Καποδιστριακός δήμος, που περιλαμβάνει όλα τα χωριά του Βάλτου και έχει έδρα το νέο Χαλκιόπουλο, λέγεται δήμος Ινάχου.
Στο νου μου έρχονται άλλοι δύο ποταμοί με το ίδιο όνομα, ο ένας στην Οίτη παραπόταμος του Σπερχειού και ο άλλος στην Αργολίδα που φέρει το όνομα του αρχαιότερου μυθικού βασιλιά του Άργους ,που ήταν γιος του Ωκεανού και της Τηθύας και που σύμφωνα με το μύθο, αφού έσωσε απ’ τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα τους υπηκόους του καταφεύγοντας στις παρακείμενες βουνοκορφές, συγκέντρωσε κατόπι τα νερά σένα ποτάμι που από τότε φέρει το όνομά του και ποτίζει τον αργείτικο κάμπο…
Οι Χαλκιόπουλοι, έτσι είναι η σωστή ονομασία, προφανώς από το όνομα των πρώτων κτητόρων, πριν το 1970 ήταν χωριό με πολλούς κατοίκους πάνω από 1500, αλλά η αστυφιλία, που έπληξε όλη την ελληνική ύπαιθρο, μαζί με τους σεισμούς που το 1968 χτύπησαν την περιοχή, άφησαν εδώ πάνω ελάχιστους. Κι αυτοί, αναθυμούμενοι τα περασμένα χρόνια, αγναντεύουν με περιφρόνηση το μίζερο κάμπο, που εδώ και λίγα χρόνια τολμά και υψώνει ανάστημα…
Βρίσκομαι στον αυχένα της Καλάνας, ενός άγριου βουνού με κάτι παραπάνω από 1500 μέτρα υψόμετρο, που μαζί με τα βορειότερα κατά σειρά Μιτσέλι, Χελώνα και Γάβροβο, αποτελούν τις νοτιοανατολικές απολήξεις της Πίνδου. Από τη δυτική μεριά τα δέντρα σπανίζουν, ίσως γιατί χρησιμοποιήθηκαν για τις ανάγκες των κατοίκων σε παλιότερες εποχές, ενώ απ’ τη άλλη, που αγναντεύει προς τον Ασπροπόταμο και την Ευρυτανία, υπάρχει αρκετά πυκνό και εκτεταμένο ελατόδασος.
Πέρασμα ήταν τούτο το μέρος -δερβένι- τα παλιότερα χρόνια, αφού από δω διέρχονταν όσοι ήθελαν να πάνε απ’ τη δυτική Αιτωλοακαρνανία, Βάλτο και Ξηρόμερο προς την Ευρυτανία και το αντίστροφο και πολλές μάχες δόθηκαν ανάμεσα στους υπόδουλους Έλληνες και τους Οθωμανούς κατακτητές στα χαλεπά χρόνια της σκλαβιάς.
Οι Βαλτινοί συμμετείχαν αθρόα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821. Από εδώ κατάγονταν κι εδώ έδρασαν οι κλεφταρματολικές οικογένειες των Ισκαίων, των Σταθαίων, των Ραγκαίων και Μπουκουβαλαίων. Εδώ επίσης έδρασε ο θρυλικός προεπαναστατικός ήρωας Κατσαντώνης, ο Δίπλας, ο μεγάλος Γεώργιος Καραϊσκάκης.
«Κάτω στου Βάλτου τα χωριά….
Εκεί ειν οι κλέφτες οι πολλοί
Όλοι ντυμένοι στο φλουρί!
Κάθονται και τρων και πίνουν
Και την Άρτα φοβερίζουν…»
λέει το δημοτικό μας τραγούδι.
Μπαίνω στο ανηφορικό δρομάκι που οδηγεί προς τον Άγιο. Είναι άνοιξη και η φύση τριγύρω γεμάτη ομορφιές! Αγριοπούλια ξεπετιούνται από παντού, ενώ κάποια ξεφτέρια κάνουν εντυπωσιακούς ελιγμούς στον καταγάλανο ουρανό. Λίγο αργότερα πάλι φαίνονται σαν ακίνητα, καθώς με το γερακίσιο οξύ τους μάτι στοχεύουν τη βορά τους… Και να, σε μια στροφή του δρόμου, πάνω σε κάτι λισβάρια, ένα πανέμορφο κοπάδι βουνίσιες πέρδικες που, μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία μου, φτερούγησαν γρήγορα προς το βάθος μεγάλης χαράδρας, χωρίς να μου επιτρέψουν να τις χαρώ περισσότερο… Φθάνω σε μια μεγάλη λάκκα, που τα όριά της ορίζονται από πανύψηλα ελάτια! Στις ρίζες κάποιων απ’ αυτά οι τοπικοί σύλλογοι έφτιαξαν πεζούλια, για να κάθονται όσοι έρχονται ως εδώ, κυρίως κατά το ημερήσιο πανηγύρι που γίνεται μετά τη δοξολογία στο ξωκλήσι του Αγίου Ανδρέα, κάθε 15 Μάη που τιμάται η μνήμη του. Στο νότιο μέρος υπάρχει για τον ίδιο λόγο μόνιμο οίκημα με αρκετά τραπέζια και καρέκλες, καθώς κι ένα στέγαστρο παραδίπλα με κάποια παγκάκια. Αγραπιδούλα λέγεται τούτο το όμορφο μέρος, που όμως κάποιοι, προσφάτως ευωχούμενοι εδώ πέρα, θέλησαν να αφήσουν την σφραγίδα τους… Έναν σωρό σκουπίδια…
Από το βόρειο μέρος, όπου υπάρχει ένα εικόνισμα του Αγίου, ξεκινάει το μονοπάτι για το ξωκλήσι. Είναι σταθερό, καθώς το ασβεστολιθικό πέτρωμα του βουνού αποτελεί το δάπεδό του και έχει τόσο εύρος, που άνετα μπορούν να βαδίσουν πλάι-πλάι δύο. Απ’ την αριστερή καθώς προχωρώ μεριά, υψώνονται βράχια μεγάλα και σε μερικές μεριές πολύ ψηλά και απότομα και κάποια λίγα έλατα αραιά και πού, κατά κανόνα αστραποκαμένα, ενώ στις σχισμές των βράχων προβάλλει δειλά-δειλά κανένα αγριολούλουδο και λιγοστή χλόη, βοσκή εκλεκτή στ’ αγριοπούλια, τις πέρδικες και τους λαγούς που χαρακτηρίζουν την πανίδα τούτου του βουνού.
Δεξιά μου το μέρος είναι ιδιαίτερα κατηφορικό και σε μερικά σημεία οι γκρεμοί είναι τόσο μεγάλοι και απότομοι, που σου κόβουν την ανάσα!!! Όπου τα δέντρα το επιτρέπουν, βλέπω τα ευρυτανικά Άγραφα και στο βάθος τη λίμνη των Κρεμαστών. Τούτη η λίμνη είναι η μεγαλύτερη τεχνητή λίμνη της Ελλάδας και καλύπτει έκταση 30.000 στρεμμάτων, στα οποία μπορούν να χωρέσουν 4,7 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό! Το φράγμα κατασκευάστηκε το 1966 και έχει ύψος 253 μέτρα. Είναι το ψηλότερο χωμάτινο φράγμα της Ευρώπης!
Στα Κρεμαστά εκβάλλουν οι τρεις ανατολικοί παραπόταμοι του Αχελώου, ο Μέγδοβας ή αλλιώς Ταυρωπός ο οποίος σχηματίζει τη λίμνη του Πλαστήρα στην Καρδίτσα, ο Αγραφιώτης και ο Τρικεριώτης. Η δημιουργία της λίμνης έπνιξε στα νερά της διάφορα χωριά και οικισμούς της περιοχής με σημαντικότερη την Επισκοπή Ευρυτανίας.
Η Επισκοπή ήταν μεγάλο χωριό δίπλα στο Μέγδοβα, σε μέρος πεδινό και το ευφορότερο της Ευρυτανίας, πάνω στον οδικό άξονα Αγρινίου-Καρπενησίου. Εκεί βρίσκονταν ένα απ’ τα σπουδαιότερα βυζαντινά μνημεία της χώρας μας, η Παναγία της Επισκοπής, που χτίστηκε την περίοδο της Εικονομαχίας (8ος-9ος αιώνας) και αποτελούσε έδρα της Επισκοπής Λιτζάς και Αγράφων. Όταν αποφασίστηκε η κατασκευή της λίμνης, έγιναν έρευνες στο ναό και ανακαλύφθηκαν τρία στρώματα τοιχογραφιών, του 8ου 9ου αιώνα, του 11ου και 13ου. Αφαιρέθηκαν και μεταφέρθηκαν στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο των Αθηνών, όπου και μπορεί κανείς επισκεπτόμενος να τις δει. Οι κάτοικοι πήραν τα μάτια τους μαζί με κάποιες αποζημιώσεις και εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο, την Αθήνα, τη Λαμία και το Καρπενήσι, ενώ κάποιοι έφυγαν για το εξωτερικό.
Στα βαθυγάλανα νερά της λίμνης κρύβονται πια και η μονότοξη πετρογέφυρα της Τατάρνας με τη μεγάλη ιστορία, και το Γεφύρι του Μανώλη, που για πάνω από 400 χρόνια ένωνε τις δύο όχθες του Αγραφιώτη. Αυτό στάθηκε πιο τυχερό, καθώς, όταν «πέφτουν» τα νερά της λίμνης, προβάλλει στην επιφάνεια για να στεγνώσει λίγο το βρεγμένο του κορμί, να μάθει νέα απ’ τον Απάνω Κόσμο, για να χει να μολογά στους συντρόφους του στο βάθος της λίμνης, όταν η άδειά του θα τελειώσει και θα βουτήξει πάλι ολάκερο στο νερό… Βυθισμένη είναι και η πηγή της Μανδράχας, η μόνη που τροφοδοτούσε τον Αχελώο με νερό κατά τους θερινούς μήνες.
Ο Αχελώος είναι ο δεύτερος σε μήκος ποταμός της Ελλάδας. Πηγάζει από το Λάκμο, νοτιοδυτικά του Μετσόβου και κάνει διαδρομή 255 χιλιομέτρων, μέχρι να εκβάλλει στο Ιόνιο, κοντά στο Μεσολόγγι. Λατρεύτηκε σα θεός και κατά τη μυθολογία ήταν αυτός που έδωσε στον Ηρακλή το κέρας της Αμάλθειας! Η λέξη Αχελώος προέρχεται από τη ρίζα «αχ» που σημαίνει νερό και το συγκριτικό επίθετο «λώων» που πάει να πει καλύτερος. Η λαϊκή του ονομασία είναι Άσπρος, είτε λόγω του αφρίσματος των νερών του, είτε για το λευκό χρώμα των χαλικιών στις όχθες του και την άσπρη λάσπη που κατεβάζει. Θεωρείται ο πλουσιότερος σε νερά γηγενής ποταμός της πατρίδας μας.
Έχω ήδη φθάσει στα μέσα της διαδρομής και από δω το μονοπάτι γίνεται πολύ ανηφορικό και πιο στενό, σκαλισμένο κυριολεκτικά στα βράχια! Κάποιοι κορμοί δέντρων έχουν τοποθετηθεί για σκαλοπάτια στην ανηφορική πλαγιά, καθώς και για στηθαία προφύλαξης, γιατί, αν τυχόν παραπατήσεις σε κάποια σημεία, οι σάρες θα σε πάνε γρήγορα κοντά στο ποτάμι!!!
Κάποιες μεταλλικές πινακιδούλες, καρφωμένες ανά διαστήματα στους βράχους, με ρητά και φράσεις του Ευαγγελίου και άλλων εκκλησιαστικών βιβλίων, προφανώς τοποθετήθηκαν από κάποιους που πιστεύουν πως έτσι προετοιμάζουν τον επισκέπτη προσκυνητή του Αγίου ψυχικά… Σε μένα κακογουστιά και τίποτα παραπάνω από κενότητα των εμπνευστών τους δε δείχνουν… Και τούτο, γιατί πιστεύω πως οι εκούσιοι επισκέπτες τέτοιων χώρων έχουν μέσα τους το θρησκευτικό συναίσθημα. Διαφορετικά θα επέλεγαν κάτι άλλο για να αφιερώσουν τον ελεύθερο χρόνο τους… Τέλος πάντων, τη γνώμη μου εκφράζω και κανέναν δεν προσπαθώ να πείσω για την ορθότητά της…
Κοιτάζω το ρολόι μου και βλέπω πως ο χρόνος της μισής ώρας, που οι γνώστες της περιοχής εδώ μου ‘παν πως θα χρειαστώ για να φθάσω στον στόχο μου, έχει σχεδόν εκπνεύσει. Αναλογίζομαι πως οι διάφορες σκέψεις μου κατά την πορεία μαζί με τις απαράμιλλες φυσικές ομορφιές που παρουσιάζονταν διαδοχικά μπροστά μου επιβράδυναν το βηματισμό μου και με έκαναν να αργήσω. Και εκεί που τέτοια συλλογιζόμουν, να, το ξωκλήσι του Αγίου Ανδρέα προβάλλει απρόσμενα μπροστά μου, μετά από μια αριστερή προς τα βράχια στροφή, πάνω απ’ το χείλος ενός μεγάλου γκρεμού! Ανεβαίνω τα λιγοστά τσιμεντένια σκαλοπάτια και ανοίγοντας τη σιδερένια εξώπορτα μπαίνω στην εκκλησία. Ανάβω ένα κεράκι μπροστά στην εικόνα του ερημίτη αγίου και την ασπάζομαι.
Απερίγραπτα είναι τα όσα νιώθω μέσα μου να με κατακλύζουν και ιδιαιτέρως δύσκολο να αποδοθούν με λέξεις… Το σίγουρο είναι πως νιώθω ένα γλυκό μούδιασμα στην καρδιά, μια αγαλλίαση στην ψυχή μου, που κατόρθωσα να κάνω κάτι για αυτήν, καθώς και ένα ιερό δέος μπροστά σε τούτη την αγιασμένη γωνιά της γης, σημείο αναφοράς για χιλιάδες κατοίκους της γύρω περιοχής, για κάπου 800 χρόνια!!!
Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο ξωκλήσι σαν αυτά που το μυαλό του καθενός μας πάει. Εδώ πρόκειται για μία σκήτη, μια σπηλιά, που οι ντόπιοι έχτισαν το στόμιο της, ενώ αργότερα κάποιοι «έξυπνοι» είχαν τη φαεινή ιδέα να χωρίσουν με ευτελέστατη κατασκευή το Ιερό, απ’ τον κυρίως ναό!!!
Χωράει τούτο το εκκλησάκι καμιά εικοσαριά ανθρώπους αντάμα. Το σπήλαιο προχωρά με στενή δίοδο μέσα στο βουνό, σε βάθος που δεν έχει μέχρι σήμερα εξερευνηθεί. Από την οροφή του στάζει νερό που πίσω απ’ το ιερό σχηματίζει μια μικρή λιμνούλα, ενώ, μάλλον λόγω της υγρασίας, υπάρχουν αρκετά κουνούπια και αράχνες, όπως και κάποιες νυχτερίδες στο σκοτεινό πίσω μέρος.
Στο νου μου έρχονται τα λόγια κάποιου μαθητή μου απ’ το χωριό Σταθάς, που μου ‘πε:
-«Ξέρετε κύριε, ο Άγιος Ανδρέας κουραζόταν πολύ κάθε μέρα να κουβαλάει στη σπηλιά νερό απ’ το ποτάμι για τις λιγοστές του ανάγκες. Δεν προλάβαινε ο καημένος να το φέρει και να καθίσει λιγάκι να ξεκουραστεί, πήγαινε ο κακός ο διάβολος και το έχυνε. Μα ο Άγιος, χωρίς να βαρυγκωμά, ξεκινούσε πάλι με το σταμνί στο χέρι για το ποτάμι. Κι αυτό γινόταν πολλές φορές την ημέρα. Ο μεγαλοδύναμος όμως Θεός, που τα πάντα βλέπει και που ο Αγιανδρέας τόσο πολύ πίστευε και αγαπούσε, θέλησε να τον απαλλάξει απ’ το σισύφειο μαρτύριό του και άρχισε να σταλάζει καθαρό νεράκι στο μέχρι τότε άνυνδρο σπήλαιο, νεράκι που εξακολουθεί να στάζει μέχρι σήμερα».
Το ‘λεγε και το πίστευε το παιδί αυτό, λες και το ‘χε δει με τα μάτια του, σαν να ‘ταν μπροστά σε’ αυτή τη σκηνή! Μα πώς θα μπορούσε να ναι διαφορετικά, αφού με αυτές τις διηγήσεις μεγάλωσε, αυτές πρωτοάκουσε απ’ όταν κατάλαβε τον κόσμο!!!
Ακουμπώ τα χέρια πάνω στα βράχια της σπηλιάς και τα νιώθω σαν να χάνουν το βάρος τους, λες και εξαϋλώθηκαν, στη σκέψη πως σ’ αυτά ακούμπαγε και ο ερημίτης Άγιος. Αυτά άκουγαν τον πόνο του, τους καημούς και τις προσευχές του…
Σε μια άκρη βλέπω μια κολυμπήθρα για την τέλεση των βαπτίσεων που αρκετά συχνά γίνονται εδώ πέρα, αφού πολύ το ‘χουν τάμα και γι αυτό το όνομα του Αγίου είναι πολύ συνηθισμένο στην περιοχή.
Βγαίνοντας απ’ τη σπηλιά, ρίχνω μια εξερευνητική ματιά προς τα πίσω, όπου βλέπω τη μικρή καμπάνα στεριωμένη με σίδερα στους βράχους ακριβώς πάνω απ’ την πόρτα, ενώ εκατέρωθεν της εισόδου απ’ τις σχισμές των κατακόρυφων βράχων κρέμονται κάποιοι κισσοί και κάτι αγριοσυκιές.
Κάθομαι λίγο παρέκει, πάνω σε μια μεγάλη πέτρα, και περιεργάζομαι το τόπο τούτον ως εκεί που μπορεί το βλέμμα μου να φθάσει. Αχελώος, με την σύγχρονη Γέφυρα της Τατάρνας, λίμνη των Κρεμαστών, Άγραφα όλα απλώνονται μπροστά μου.
Αλήθεια τι μέρος είναι και τούτο που διάλεξε ο Άγιος να περάσει την επίγεια ζωή του, σωστή αετοφωλιά!!!
Ήταν στα χρόνια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, και συγκεκριμένα τότε που Δεσπότης ήταν ο Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός (1237-1271), που έζησε ο Άγιος Ανδρέας. Κατάγονταν απ’ το χωριό Μονοδέντρι των Ζαγοροχωρίων της Ηπείρου. Παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, περιουσία και ήταν ένας πετυχημένος οικογενειάρχης. Όμως μέσα του κάτι δεν τον άφηνε να ησυχάσει, κάτι τον κέντριζε, κάτι δεν τον ικανοποιούσε! Ώσπου μια μέρα άφησε τα εγκόσμια, ντύθηκε το καλογερίστικο ράσο και κατέφυγε στα πολυσύχναστα μοναστήρια του Ζαγορίου. Επιζητούσε όμως την ασκητική απομόνωση και έτσι, περιπλανώμενος, βρέθηκε εδώ, στη σπηλιά της Καλάνας. Προσευχόμενος μέρα και νύχτα και βάζοντας σε διάφορες δοκιμασίες τον εαυτό του με νηστείες και κακουχίες πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του, μέχρι που «ετελεύτησε τον βίον του» σε βαθειά γεράματα, «εν ψυχή και γυμνότητι».
Ο θάνατός του εφανερώθη από τον Κύριο με το εξής θαυμαστό γεγονός: Λαμπάδες φωτός κατέβαιναν απ’ τον ουρανό, σκέπαζαν το λείψανό του και ανέβαιναν πάλι προς τα πάνω. Το θαύμα αυτό το πληροφορήθηκε η Αγία και Βασίλισσα της Άρτας Θεοδώρα Πετραλείφα, η οποία επισκέφτηκε με τη συνοδεία της το σπήλαιο, βρήκε το άγιο λείψανο, το ενταφίασε με τις πρέπουσες τιμές και με έξοδά της ανήγειρε ναό προς τιμή του.
Έκτοτε η μνήμη του εορτάζεται στις 15 κάθε Μάη, και κατά τη δοξολογία ψάλλονται τα κάτωθι απολυτίκια, κοντάκια και μεγαλυνάρια:
«Ανδρείω φρονήματι υπεραθλήσας, λαμπρώς ανδρείως εμόχθησας υπέρ Χριστού αληθώς, Ανδρέα μακάριε. Συ γαρ και εν τω κόσμω και ερήμω παλαίσας, ήθλησας εν Καλάνα τω θεώ ευαρέστως. Δι ο εν παρρησία, σεπτέ, πρέσβευε υπέρ πάντων ημών»
«Εν τω κόσμω σωφρόνως θητεύσας και του κόσμου αποταγείς, τα άνω προελόμενος και υπέρ τούτων θεοφιλώς ασκησάμενος, εν Καλάνα τέλος καταλεχθείς, πρέσβευε, πάτερ και υπέρ υμών των ανυμνούντων σε»
«Σωφρόνως εν κόσμω διαβιών, αγγελικόν βίον επεπόθησας, αγαθέ. Όθεν Χριστός ηξίωσεν σε σύσκηνον των οσίων και των αγίων πάντων, Ανδρέα όσιε».
«Εν Καλάνα πάτερ, δοκιμασθείς ευχή και ασκήσει και αγώσι πνευματικοίς, χάριτι ηξιώθης στεφάνων θείας δόξης και βασιλέων δάφνας, Ανδρέα όσιε.»
«Δήμοι των Αγράφων ευλαβείς και της Αιτωλίας οι φιλόθεοι ευσεβείς αθρόως προσκυνούσιν Ανδρέου την παλαίστραν, το σκάμμα της Καλάνας το θεοτίμητον.»
Σε τούτη την παραδεισένια γαλήνη παραδομένος έμεινα για κάμποση ώρα! Ο ήλιος είχε γύρει πίσω απ’ τις κορυφές της Καλάνας, μα η αποφεγγιά του δεν είχε χαθεί ακόμα. Γλυκός και αρμονικός φθάνει στ’ αυτιά μου ο αχός από τα τσοκάνια των κοπαδιών που βόσκουν στα φτωχικά χωραφάκια κοντά στην κοίτη του ποταμού, και οι κελαηδισμοί από τα διάφορα αγριοπούλια. Το αεράκι που φυσά δροσίζει το πρόσωπο μου, ενώ βαθειά ακούγεται το βουητό του Ασπροπόταμου!!! Μου φαίνεται πως τραγουδά τα όσα μεγάλα και τρανά είδε στην πολύχρονη ζωή του…
Στρέφω τα μάτια μου για τελευταία φορά προς το ξωκλήσι του Αγίου Ανδρέα και μου φαίνεται πως τον βλέπω μπροστά στην πόρτα, με το τριμμένο του ράσο και τον καλογερίστικο σκούφο του να με αποχαιρετά με αγάπη, να με ευχαριστεί που πέρασα από την ταπεινή του σκήτη και να μου λέει πως πρέπει να θυμάμαι πως ο χρόνος έρχεται και φεύγει και στο διάβα του χαρίζει και παίρνει ζωές και πως πρέπει πάντα να προετοιμάζουμε την ψυχή μας, ώστε καθαρή και εξαγνισμένη να διαβεί, όταν ο Κύριος θελήσει, την αιωνιότητα…
Iωάννινα 27/12/2009
Κείμενο: Νικόλας Βέντζης, Απόσπασμα από το βιβλίο "Δύσβατα Μονοπάτια"
Φωτογραφία: Μπακολίτσας Κωνσταντίνος